- κηραίνω
- (I)κηραίνω (Α) [κήρ (I)]1. (μτβ.) φθείρω, βλάπτω, καταστρέφω («θῆρες δὲ κηραίνουσι καὶ βροτοί» — θηρία και άνθρωποι τό βλάπτουν, Αισχύλ.)2. (αμτβ.) έχω ελαττώματα ή ατέλειες.————————(II)κηραίνω (Α) [κηρ (II)]1. είμαι γεμάτος μέριμνες, έχω πολλές φροντίδες. («ποῑ ὄνειρα κηραίνουσ' ὁρῶ;» Ευρ.)2. φρ. κηραίνω τι ή περί τι ή ἐπί τινιανησυχώ για κάτι ή για κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.